- πολύσφηνο
- το, Ν(μηχανολ.) ακραίο τμήμα ενός άξονα το οποίο φέρει αυλακοτομία, δηλαδή, ραβδώσεις παράλληλες προς τον άξονα τού εξαρτήματος, ώστε να αποκαθίσταται έτσι ισχυρή σύνδεση τών δύο εξαρτημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. spline «σφήνα, πολύσφηνο»].
Dictionary of Greek. 2013.