πολύσφηνο

πολύσφηνο
το, Ν
(μηχανολ.) ακραίο τμήμα ενός άξονα το οποίο φέρει αυλακοτομία, δηλαδή, ραβδώσεις παράλληλες προς τον άξονα τού εξαρτήματος, ώστε να αποκαθίσταται έτσι ισχυρή σύνδεση τών δύο εξαρτημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. spline «σφήνα, πολύσφηνο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”